νομαρχώ

νομαρχώ
είμαι νομάρχης ή ασκώ καθήκοντα νομάρχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νομαρχώ — (Α νομαρχῶ, έω) [νομάρχης] είμαι νομάρχης νεοελλ. αναπληρώνω τον νομάρχη, εκτελώ τα καθήκοντα τού νομάρχη …   Dictionary of Greek

  • νομαρχεύω — [νομάρχης] νομαρχώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”